- ελαιοπωλείο
- τοκατάστημα, πρατήριο όπου πουλιέται λάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαιοφόρος — α, ο (AM ἐλαιοφόρος, ον) (για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος νεοελλ. 1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι 2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό μσν. 1. είδος γερακιού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ … Dictionary of Greek
λαδοπουλειό — το μαγαζί λαδέμπορου, λαδάδικο, ελαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + πουλειό (< πωλεῖον < πώλης < πωλῶ), με κώφωση τού ω σε ου , καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση (πρβλ. κρασο πουλειό, κρεατο πουλειό)] … Dictionary of Greek